Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρβέλι το [karvéli] Ο44 : ψωμί με στρογγυλό ή ωοειδές σχήμα: Aγόρασε ένα ~ (ψωμί). Έψησε δέκα καρβέλια (ψωμί). || (παρωχ.) για να δηλώσου με τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρηση του ανθρώπου· ψωμί: Δου λεύει για να βγάλει το ~. ΦΡ λίγα είναι τα καρβέλια του, δε θα ζήσει πολύ· ΣYN ΦΡ λίγα είναι τα ψωμιά του. έχει να φάει πολλά καρβέλια ώσπου
, θα περάσει πολύς καιρός. ΠAΡ ΦΡ όποιος πεινάει* / ο πεινασμένος / ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.
καρβελάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. καρβέλιν, γαρβέλιν < σλαβ. karvalj ( [e > a] ίσως από επίδρ. του [l] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρβέλι το.
-
— Πβ. και γαρβέλιν.
- Ψωμί:
- κέχρινον καρβέλι (Σπαν. (Ζώρ.) V 392).
[πιθ. <σλαβ. karvalj. Η λ. και σήμ.]
- Ψωμί: