Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρατόμηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρατόμηση η [karatómisi] Ο33 : 1. (λόγ.) η ενέργεια του καρατομώ· αποκεφαλισμός: H ~ του Λουδοβίκου IΣT'. 2. (μτφ.) βίαιη ή παράνομη απομάκρυνση μιας ηγεσίας· αποκεφαλισμός.

[λόγ. < μσν. καρατόμησις < καρατομη- (καρατομώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες