Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρατομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρατομώ [karatomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. (λόγ.) αποχωρίζω το κεφάλι από το σώμα κόβοντας το λαιμό, κυρίως στη λαιμητόμο, σε εκτέλεση θανατικής καταδίκης· αποκεφαλίζω: Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης καρατομήθηκαν πολλοί ευγενείς. 2. (μτφ.) απομακρύνω βίαια ή παράνομα την ηγεσία ενός συλλογικού οργάνου· αποκεφαλίζω.

[λόγ. < αρχ. καρατομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες