Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραπουτάνα η [karaputána] Ο25α : (λαϊκ., υβρ.) χαρακτηρισμός πολύ ανήθικης γυναίκας.
καραπουτανάρα η MΕΓΕΘ. [καρα- + πουτάνα· καραπουτάν(α) -άρα]