Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραμπόλα η [karabóla] Ο25α : 1α. στο μπιλιάρδο, επιτυχής κίνηση του παίκτη που κατορθώνει να χτυπήσει με τη σφαίρα του δύο άλλες σφαίρες. β. παιχνίδι του μπιλιάρδου, στο οποίο κερδίζει ο παίκτης που πετυχαίνει τις περισσότερες καραμπόλες. 2. αλυσιδωτή σύγκρουση οχημάτων, κυρίως αυτοκινήτων: Στην εθνική οδό συγκρούστηκαν πέντε αυτοκίνητα σε ~. Έγινε ~ και συγκρούστηκαν οχτώ αυτοκίνητα. Σε τριπλή ~ τραυματίστηκαν τέσσερα άτομα.
[ιταλ. carambola ( [kará-] ) κατά τον τον. του γαλλ. carambole (μόνο για το μπιλιάρδο) ή του τουρκ. karambol (< γαλλ. ή ιταλ.)]