Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καραμπινιέρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καραμπινιέρος ο [karabinéros] Ο18 : ονομασία Iταλού αστυνομικού.

[ιταλ. carabinier(e) -ος < γαλλ. carabinier `που κρατάει καραμπίνα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες