Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραμπίνα η [karabína] Ο25 : 1. ελαφρό όπλο με κοντή και αυλακωτή κάννη, που έχει μεγάλη ακρίβεια στο στόχο του: Kυνηγετική / αυτόματη / επαναληπτική ~. ~ με πεπιεσμένο αέρα. ~ για σκοποβολή. ΦΡ παλιά ~, χαρακτηρισμός ανθρώπου με μακροχρόνια πείρα, που συχνά μένει προσηλωμένος σε παλαιά συστήματα και μεθόδους· ΣYN ΦΡ παλιά καραβάνα. 2. στη χαρτοπαιξία, πολύ συντηρητικός παίχτης.
[ιταλ. carabina < γαλλ. carabine]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραμπινάτος -η -ο [karabinátos] Ε3 : (οικ.) για κτ. που παρουσιάζεται σε οξεία ή σοβαρή μορφή: Έπαθε μια γρίπη καραμπινάτη. Πρόκειται για καραμπινάτη υπόθεση λαθρεμπορίου / περίπτωση φοροδιαφυγής.
[καραμπίν(α) -άτος]