Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καρακάξα η [karakáksa] Ο25 : 1. το πουλί κίσσα. 2. (οικ., μειωτ.) χαρακτηρισμός γυναίκας άσχημης και φιλοκατήγορης.
[μσν. καρακάξα < καρακάκισσα (βόρ. διάλ.) με συγκ. του άτ. [i] < *κορακόκισσα (ηχομιμ. επίδρ. της κραυγής καρακά) < κόρακ(ας) -ο- + κίσσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- καρακάξα η.
-
- Κίσσα:
- (Χρησμ. (Βέης) 1428).
[πιθ. ηχοπ. λ. Η λ. στο Du Cange (‑ζα) και σήμ.]
- Κίσσα: