Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραγάτσι το [karaγátsi] Ο44 : α. το δέντρο φτελιά. β. το ξύλο της φτελιάς που χρησιμοποιείται στην οικοδομική και στην επιπλοποιία.
[τουρκ. karaağaç -ι με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. σύμφ.]