Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβιά η [karavjá] Ο24 : (οικ.) η συνολική ποσότητα πραγμάτων ή ο συνολικός αριθμός ατόμων, που μπορεί να μεταφέρει ένα καράβι σε μία διαδρομή: Φόρτωσε μια ~ τσιμέντο. || (έκφρ.) καραβιές καραβιές, για να δηλώσουμε τον πολύ μεγάλο αριθμό: Οι πρόσφυγες έφταναν καραβιές καραβιές στον Πειραιά.
[καράβ(ι) -ιά]