Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβίδα η [karavíδa] Ο26 : είδος μαλακόστρακου του οποίου το ένα γένος ζει στη θάλασσα και μοιάζει με μεγάλη γαρίδα και το άλλο ζει σε γλυκά νερά και μοιάζει με μικρό αστακό.
[μσν. καραβίδα < ελνστ. καραβίς, αιτ. -ίδα (αρχ. κάραβος)]