Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβάνα η [karavána] Ο25 : μεταλλικό σκεύος με λαβή, που χρησιμοποιείται για το συσσίτιο των στρατιωτών. ΦΡ λόγια της καραβάνας, λόγια χωρίς σοβαρότητα και σπουδαιότητα, ανοησίες, αερολογίες. παλιά ~, χαρακτηρισμός ανθρώπου με μακροχρόνια πείρα, που συχνά μένει προσηλωμένος σε παλαιά συστήματα και μεθόδους.
[παλ. ιταλ. caravana ( [-ravá-] ) `υπηρεσία του νεοσύλλεκτου΄ (δες στο καραβάνι) με αλλ. της σημ. κατά το τουρκ. caravana ( [-ráva-] ) < ιταλ. caravana]
[Λεξικό Κριαρά]
- καραβάνα η.
-
- 1) (Ναυτ.) είδος μεγάλου πλοίου:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37814).
- 2) (Ναυτ.) ομάδα από εμπορικά και πολεμικά πλοία, νηοπομπή:
- εκείνον (ενν. το καράβι) ολομόναχο θέλει την καραβάνα, να πολεμήσει μετ’ αυτή (Τζάνε, Κρ. πόλ. 43824).
- 3) Ζώο καραβανιού, υποζύγιο:
- (Βουστρ. 26815).
[<ιταλ. caravana. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- 1) (Ναυτ.) είδος μεγάλου πλοίου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβανάς ο [karavanás] Ο1 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός αμόρφωτου και άξεστου αξιωματικού ή υπαξιωματικού ιδίως αυτού που δεν έχει φοιτήσει σε ανώτατη στρατιωτική σχολή: Παντρεύτηκε έναν καραβανά.
[καραβάν(α) -άς]