Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβάν το [karaván] Ο (άκλ.) : τύπος επιβατικού αυτοκινήτου με μεγάλο χώρο για αποσκευές, πίσω από τα καθίσματα. || (ως επίθ.): Aυτοκίνητο ~.
[λόγ. < γαλλ. caravane < αγγλ. caravan (δες στο καραβάνι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβάνα η [karavána] Ο25 : μεταλλικό σκεύος με λαβή, που χρησιμοποιείται για το συσσίτιο των στρατιωτών. ΦΡ λόγια της καραβάνας, λόγια χωρίς σοβαρότητα και σπουδαιότητα, ανοησίες, αερολογίες. παλιά ~, χαρακτηρισμός ανθρώπου με μακροχρόνια πείρα, που συχνά μένει προσηλωμένος σε παλαιά συστήματα και μεθόδους.
[παλ. ιταλ. caravana ( [-ravá-] ) `υπηρεσία του νεοσύλλεκτου΄ (δες στο καραβάνι) με αλλ. της σημ. κατά το τουρκ. caravana ( [-ráva-] ) < ιταλ. caravana]
[Λεξικό Κριαρά]
- καραβάνα η.
-
- 1) (Ναυτ.) είδος μεγάλου πλοίου:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37814).
- 2) (Ναυτ.) ομάδα από εμπορικά και πολεμικά πλοία, νηοπομπή:
- εκείνον (ενν. το καράβι) ολομόναχο θέλει την καραβάνα, να πολεμήσει μετ’ αυτή (Τζάνε, Κρ. πόλ. 43824).
- 3) Ζώο καραβανιού, υποζύγιο:
- (Βουστρ. 26815).
[<ιταλ. caravana. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- 1) (Ναυτ.) είδος μεγάλου πλοίου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβανάς ο [karavanás] Ο1 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός αμόρφωτου και άξεστου αξιωματικού ή υπαξιωματικού ιδίως αυτού που δεν έχει φοιτήσει σε ανώτατη στρατιωτική σχολή: Παντρεύτηκε έναν καραβανά.
[καραβάν(α) -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβάνι το [karaváni] Ο44 : 1. έμποροι και γενικότερα ταξιδιώτες που ταξίδευαν ομαδικά για λόγους ασφαλείας, σε ακατοίκητες περιοχές και σε ερήμους, με υποζύγια και κυρίως με καμήλες: Οδηγός καραβανιού. Kαραβάνια προσκυνητών / νομάδων διασχίζουν τη Σαχάρα. 2. για να χαρακτηρίσουμε, κάπως μειωτικά ή ειρωνικά, μετακινήσεις, συνήθ. τουριστών, κατά μεγάλες ομάδες: Έφτασαν τα πρώτα καραβάνια των ξένων με τρένα, με πλοία και με αεροπλάνα.
[μσν. καραβάνι < περσ. kārwān -ι ή μέσω του γαλλ. caravane & του παλ. ιταλ. caravana]
[Λεξικό Κριαρά]
- καραβάνι το,
- βλ. καρβάνι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καραβανσαράι το [karavánsarái] & καραβανσεράι το [karavánserái] Ο45 : 1. κατάλυμα για τους ταξιδιώτες και για τα υποζύγια των καραβανιών. 2. (μειωτ.) κτίριο αχανές και ακαλαίσθητο.
[τουρκ. kervansaray με ετυμολογική επίδρ. του καραβάνι· κατά το σαράι > σεράι]