Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρέ το [karé] Ο (άκλ.) : I. επιφάνεια με τετράγωνο σχήμα και ειδικότερα: 1. τετράγωνο σχέδιο: Kάθετες και οριζόντιες γραμμές σχηματίζουν μικρά ~. || (ως επίθ.): Kόλα ~, φύλλο χαρτιού με ρίγες που σχηματίζουν καρέ. 2. τετράγωνο κέντημα για τραπέζι. 3. τετράγωνο άνοιγμα στο λαιμό, σε φόρεμα ή σε μπλούζα, και με επέκταση, άνοιγμα σε οποιοδήποτε σχήμα· ντεκολτέ. 4. σε γήπεδο ποδοσφαίρου, περιοχή που συμβατικά ανήκει σε κάθε ομάδα. 5α. στον κινηματογράφο, στατικό πλάνο. || καθένα από τα μικρά πλαίσια, σε εικονογραφημένα αναγνώσματα. β. στο θέατρο, τετράγωνο συνήθ. ταμπλό που αποτελεί μέρος της σκηνογραφίας του έργου. 6. το εντελώς ίσιο και κοντό κόψιμο των μαλλιών. II. σαλόνι ή τραπεζαρία πλοίου, κυρίως για αξιωματικούς. III. κομμάτι από χοιρινό σφάγιο, που προέρχεται από την κατά μήκος τομή του ζώου, αφού αφαιρεθεί το στήθος. IV. σύνολο από τέσσερα ομοειδή πράγματα ή πρόσωπα. 1. στη χαρτοπαιξία, τέσσερα φύλλα της ίδιας φιγούρας ή του ίδιου αριθμού στα χαρτιά του ίδιου παίχτη. 2. σύνολο από τέσσερις συνήθ. παίκτες που είναι απαραίτητοι σε ορισμένα παιχνίδια: Kάναμε ~ για μπριτζ. Έλα για να συμπληρώσουμε το ~. || (οικ., συνήθ. πειραχτικά) συντροφιά από τέσσερα πρόσωπα: Tώρα μάλιστα, ήρθε και ο Πάνος και συμπληρώθηκε το ~.
καρεδάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I1, 2, 3. [λόγ. < γαλλ. carré· λαϊκό καρεδ- (καρές < καρέ -ς) -άκι]
- καρέα η.
-
- Kαρυδιά:
- καρέας φύλλα (Iατροσόφ. 9120).
[<αρχ. ουσ. καρύα. Η λ. στο Du Cange]
- Kαρυδιά:
- καρέινος, επίθ.· καρένιος.
-
- Kατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς:
- κασέλα … καρένια (Kατά ζουράρη 58· Bαρούχ. 62620).
[<ουσ. καρέα + κατάλ. ‑έινος]
- Kατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς:
- καρέκλα η [karékla] Ο25 : 1. είδος επίπλου, κάθισμα για ένα άτομο, με ράχη αλλά χωρίς βραχίονες για τα χέρια, που στηρίζεται κατά κανόνα σε τέσσερα πόδια: Tο κάθισμα της καρέκλας, το επίπεδο τμήμα της. Ξύλινη / ψάθινη / σιδερένια ~. Πτυσσόμενη ~. Περιστροφική ~. ~ γραφείου. Aναπηρική ~. Hλεκτρική* ~. 2. (ειρ., μειωτ.) αξίωμα, ανώτερη διοικητική θέση: H υπουργική ~ είναι ο στόχος πολλών βουλευτών. Δεν μπορεί να τον κουνήσει κανείς από την ~ του, να τον απομακρύνει. Tρίζει η ~ του, κινδυνεύει να χάσει τη θέση του. ΦΡ κάθεται σε δύο καρέκλες, κατέχει συγχρόνως δύο θέσεις. ζεσταίνει* κάποιος την ~ του.
καρεκλίτσα η YΠΟKΟΡ. καρεκλάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή καρέκλα· καρεκλίτσα. β. ειδικό κάθισμα για μωρά. [αντδ.: αρχ. καθέδρα `κάθισμα΄ (δες και καθέδρα) > υστλατ. caterca, *catecra > *cadegra (πρβ. μσν. καδέγλα) > *cadecra > *καρέκρα (αφομ. [d-r > r-r] ίσως και με επίδρ. του βεν. carega < υστλατ. caterca) > καρέκλα (ανομ. υγρών [r-r > r-l] ) (πρβ. και μσν. καθήγλα, νεότ. καθέγλα)· καρέκλ(α) -ίτσα]
- καρέκλα η· καδέγλα· καδέκλα· καθήκλα.
-
- Καρέκλα:
- σε μια καδέκλα μ’ έκραξε να κάτσω (Στάθ. Β´ 48).
[<ουσ. καρέγλα (Du Cange, λ. καρέγα) <παλαιότ. βεν. charegla. Ο τ. καδέγλα (<παλαιότ. βεν. cadegla, REW 1768) στο Somav. (λ. καρέγα)· πβ. καθέγλα στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Καρέκλα:
- καρεκλάδικο το [karekláδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα όπου πουλούν καρέκλες ή εργαστήριο όπου κατασκευάζουν ή επιδιορθώνουν καρέκλες.
[καρεκλ(άς) -άδικο]
- καρεκλάς ο [kareklás] Ο1 : (οικ.) αυτός που κατασκευάζει, επιδιορθώνει ή πουλάει καρέκλες.
[καρέκλ(α) -άς]
- καρεκλιά η [kareklá] Ο24 : (οικ.) χτύπημα με καρέκλα: Έφαγε μια ~.
[καρέκλ(α) -ιά]
- καρεκλοκένταυρος ο [kareklokéndavros] Ο20 : (ειρ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανώτερου στελέχους που κατέχει κάποια θέση από όπου δύσκολα απομακρύνεται.
[λόγ. καρέκλ(α) -ο- + κένταυρος]
- καρεκλοπόδαρο το [kareklopóδaro] Ο41 : πόδι καρέκλας, λέξη που χρησιμοποιείται συνήθ. όταν αναφερόμαστε σε ξυλοδαρμό με ένα κομμάτι ξύλο: Tις έφαγε με το ~. ΦΡ βρέχει / ρίχνει καρεκλοπόδαρα, βρέχει ραγδαία· ΣYN ΦΡ βρέχει / ρίχνει καλαπόδια.
[καρέκλ(α) -ο- + ποδάρ(ι) -ο]