Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καράφα η [karáfa] Ο25 : γυάλινο επιτραπέζιο δοχείο, με σώμα σχεδόν σφαιρικό και με λαιμό μακρύ και στενό που καταλήγει σε πλατύ στόμιο: Kρυστάλλινη ~ για νερό. || το περιεχόμενο της καράφας: Ήπιαν μια ~ κρασί.
καραφάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ ούζο / κρασί. [ιταλ. caraffa (από τα αραβ.)]