Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καράφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καράφα η [karáfa] Ο25 : γυάλινο επιτραπέζιο δοχείο, με σώμα σχεδόν σφαιρικό και με λαιμό μακρύ και στενό που καταλήγει σε πλατύ στόμιο: Kρυστάλλινη ~ για νερό. || το περιεχόμενο της καράφας: Ήπιαν μια ~ κρασί. καραφάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ ούζο / κρασί.

[ιταλ. caraffa (από τα αραβ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες