Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καράτε το [karáte] Ο (άκλ.) : είδος ιαπωνικής πάλης για αυτοάμυνα, που βασίζεται στο ζίου ζίτσου και στην οποία επιτρέπονται χτυπήματα με τα χέρια και με τα πόδια· (πρβ. τζούντο).
[αγγλ. karate (από τα ιαπων., αρχική σημ.: `άδειο χέρι΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]