Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπότα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπότα η [kapóta] Ο25 : 1. (λαϊκότρ.) κάπα. 2. (οικ.) προφυλακτικό.

[1: ιταλ. cappotto `παλτουδάκι ή καπελάκι γυναικείο΄) θηλ. κατά το κάπα ή κατά το γαλλ. capotte· 2: γαλλ. capote anglaise παρετυμ. καπότα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες