Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καπόνι το.
-
- Πετεινός ευνουχισμένος:
- (Στάθ. Γ´ 361).
[<ουσ. κάπονας + κατάλ. ‑ι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Πετεινός ευνουχισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπόνι 1 το [kapóni] Ο44 : 1. ευνουχισμένος πετεινός, κατάλληλος για πάχυνση. 2. είδος ψαριού που μοιάζει με χριστόψαρο.
[ιταλ. cappon(e) ή βεν. capon (< λατ. capo) -ι (πρβ. ελνστ. κάπων < λατ. capo)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπόνι 2 το : (ναυτ.) δοκάρι για το κρέμασμα της βάρκας.
[βεν. capon -ι]