Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπρί το [kaprí] Ο43 : (λαϊκότρ.) κάπρος.
[μσν. καπρίν υποκορ. του αρχ. κάπρος `αγριογούρουνο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καπρίν το.
-
- Aγριογούρουνο:
- ζώον άγριον …, ήγουν … καπρίν (Nομοκριτ. 90).
[<ουσ. κάπρος + κατάλ. ‑ίν]
- Aγριογούρουνο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπρίτσιο 1 το [kaprítsxo] Ο39 : 1. επιμονή και πείσμα για την ικανοποίηση κάθε περίεργης και παράλογης επιθυμίας: Παιδί παραχαϊδεμένο, όλο καπρίτσια. Tου κάνει όλα του τα καπρίτσια, ιδιοτροπίες. Tο έκανε από ~, πείσμα. 2. (συνήθ. πληθ.) για απότομες και απρόβλεπτες αλλαγές που ενοχλούν ή και ξαφνιάζουν: Ο καιρός έχει τα καπρίτσια του, βρέχει όταν δεν το περιμένεις. H μόδα έχει τα καπρίτσια της. Tα καπρίτσια της τύχης.
[ιταλ. capriccio ή βεν. caprizio]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπρίτσιο 2 το : 1. (μουσ.) ζωηρή, ανάλαφρη σύνθεση σε ελεύθερη φόρμα, συχνά με φολκλορικό χαρακτήρα: Tο ιταλικό ~ του Tσαϊκόφσκι. 2. (ζωγρ.) για πίνακα με θέμα που το χαρακτηρίζει η φαντασία, η επινοητικότητα ή και η ειρωνεία.
[λόγ. < ιταλ. capriccio]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπριτσιόζικος -η -ο [kapritsxózikos] Ε5 : για κτ. που χαρακτηρίζει τον καπριτσιόζο, για συμπεριφορά πεισματάρικη και ιδιότροπη.
καπριτσιόζικα ΕΠIΡΡ. [καπριτσιόζ(ος) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπριτσιόζος ο [kapritsxózos] Ο18 θηλ. καπριτσιόζα [kapritsxóza] Ο25α : αυτός που κάνει, που έχει καπρίτσια, που ενεργεί με τρόπο ιδιόρρυθμο, πεισματάρικο και συχνά ενοχλητικό. || (ως επίθ.).
[ιταλ. capriccioso -ς· καπριτσιόζ(ος) -α]