Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καπνός ο.
-
- 1) Καπνός:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2708)·
- (σε αδύνατον):
- αλυσίδαν καπνόν (Σπανός A 440)·
- έκφρ. ογιά καπνό = άσκοπα:
- (Ροδολ. Τοις αναγν. 31)·
- φρ. υπαγαίνω του καπνού = «γίνομαι καπνός», χάνομαι, εξαφανίζομαι:
- (Γλυκά, Στ. 354).
- 2) Αχνός:
- οι καπνοί των αναστεναγμών μου (Λίμπον. 87).
- 3) Καταχνιά (σε μεταφ.):
- (Λίβ. Sc. 2638).
- 4) Ταμπάκος·
- φρ. πίνω καπνό = καπνίζω (τσιμπούκι):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22227).
- φρ. πίνω καπνό = καπνίζω (τσιμπούκι):
- 5) Τζάκι, εστία· σπίτι:
- δύο χώρας οπού είναι από ν´ καπνούς (Βακτ. αρχιερ. 172).
- 6) Φόρος εστιών, καπνοδόχων, το «καπνικόν»:
- (Μαχ. 834).
- 7) (Μεταφ.) θολούρα, ζάλη:
- καπνοί δριμύτατοι εις τον εγκέφαλον αυτών (Ιερακοσ. 38132).
- 8) Ανεδαφικότητα:
- ίνα μη οι της νεότητος καπνοί την βασιλείαν κινδυνεύσαι ποιήσωσιν (Ψευδο-Σφρ. 23210).
[αρχ. ουσ. καπνός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Καπνός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνός 1 ο [kapnós] Ο17 : μείγμα από αέρια και στερεά σωματίδια, με πυκνότητα, αδιαφάνεια και με χαρακτηριστική οσμή, που εκπέμπει ένα σώ μα όταν καίγεται: Aπό την καμινάδα βγαίνει άσπρος / γκρίζος ~. Mαύροι, πυκνοί καπνοί από τα εργοστάσια σκέπασαν την πόλη. Σύννεφα καπνού. Aπό το τσιγάρο βγαίνουν δαχτυλίδια / τολύπες καπνού. Mας έπνι ξε ο ~. Kάτι καίγεται, μυρίζει καπνό. Προπέτασμα* καπνού. (έκφρ.) κτ. διαλύεται σαν ~ / ~ ήταν και διαλύθηκε, για κτ. πολύ πρόσκαιρο, φευγαλέο: H ευτυχία τους διαλύθηκε σαν ~. ΦΡ γίνομαι ~, φεύ γω από κάπου με μεγάλη ταχύτητα, εξαφανίζομαι: Mόλις είδε την αστυνομία πήρε τα λεφτά και έγινε ~. ~ κι αντάρα*. δεν υπάρχει ~ χωρίς φωτιά, για να δηλωθεί ότι κάθε φήμη που κυκλοφορεί εις βάρος κάποιου, στηρίζεται σε κάποιο γεγονός, έστω και αν το παρουσιάζουν εξογκωμένο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. πάει ~, για κτ. που συμβαίνει με μεγάλη ένταση ή σε υπερβολικό βαθμό· ΣYN ΦΡ πάει σύννεφο: H κλεψιά / το ψέμα / η τιμωρία πάει ~.
[αρχ. καπνός & λόγ. σημδ. γαλλ. fumée & αγγλ. smoke]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνός 2 ο πληθ. καπνά : 1. μονοετές, ποώδες φυτό που καλλιεργείται για τα μεγάλα ωοειδή φύλλα του, τα οποία περιέχουν μια τοξική ουσία, τη νικοτίνη, και τα οποία ύστερα από κατάλληλη κατεργασία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τσιγάρων, πούρων κτλ.: H καλλιέργεια του καπνού. Ελληνικά / αμερικάνικα / ανατολικά καπνά, διάφορες ποικιλίες καπνών. Εθνικός Οργανισμός Kαπνού. 2. προϊόν από αποξηραμένα και κατάλληλα κατεργασμένα φύλλα καπνού, που το καπνίζουν ή το μασούν: Ψιλοκομμένος ~ για πίπα. ~ για τσιγάρα / πούρα. ΦΡ τι καπνό φουμάρει;, τι χαρακτήρα ή τι διαθέσεις έχει, όταν αναφερόμαστε σε κπ. που τον αντιμετωπίζουμε με μεγάλη επιφυλακτικότητα ή με καχυποψία.
[λόγ. < καπνός 1 κατά τη σημ. του καπνίζω 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνοσακούλα η [kapnosakúla] Ο25 : μικρή θήκη για καπνό τσιγάρων ή πίπας.
[λόγ. καπνο- 2 + σακούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνοσυλλέκτης ο [kapnosiléktis] Ο10 : εξάρτημα της καπνοδόχου, που παγιδεύει την αιθάλη και εμποδίζει τη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
[λόγ. καπνο- 1 + συλλέκτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνοσύριγγα η [kapnosíriŋga] Ο28 : (λόγ.) πίπα ή τσιμπούκι.
[λόγ. καπνο- 2 + σύριγξ > σύριγγα]