Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνομάγαζο το [kapnomáγazo] Ο41 : αποθήκη καπνεμπόρου, όπου γίνεται η διαλογή και η κατάταξη των φύλλων του καπνού από τους καπνεργάτες.
[καπνο- 2 + μαγαζ(ί) -ο]