Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνοδοχοκαθαριστής ο [kapnoδoxokaθaristís] Ο7 : εργάτης ειδικευμένος στον καθαρισμό καπνοδόχων.
[λόγ. καπνοδόχ(ος) -ο- + καθαριστής μτφρδ. αγγλ. chimney sweeper]