Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καπνικόν το.
-
- Eιδικός φόρος εστίας των Bυζαντινών, φόρος για κάθε νοικοκυριό:
- έκοψε τους καλογέρους της μονής … από … καπνικόν (Nεκρολ. φ. 69r).
[ουδ. του επιθ. καπνικός (Steph.) ως ουσ. H λ. τον 8.-9. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Eιδικός φόρος εστίας των Bυζαντινών, φόρος για κάθε νοικοκυριό: