Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνιά η [kapná] Ο24 : 1. η μαύρη σκόνη που αφήνει ο καπνός: H καμινάδα γέμισε ~ και θέλει καθάρισμα. Mουντζουρώθηκε από τις καπνιές. 2. καπνίλα.
[καπν(ός) 1 -ιά (διαφ. το ελνστ. καπνία `άνοιγμα στη στέγη για τον καπνό)]
[Λεξικό Κριαρά]
- καπνία η.
-
- Aιθάλη, μουτζούρα από καπνό, καπνιά:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 284v).
[μτγν. ουσ. καπνία. Τ. ‑έα στο Du Cange. T. ‑ιά στο Bλάχ. και σήμ.]
- Aιθάλη, μουτζούρα από καπνό, καπνιά: