Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καπνίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Εκθέτω κ. σε καπνό:
- τα σκουμπρία … να τα καπνίσεις (Πουλολ. 143)·
- β) ενοχλώ με καπνό:
- Απάνω από το ρεμπούρκιο είχε τον καπνό, να μην καπνίζουν τους ανθρώπους (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44).
- α) Εκθέτω κ. σε καπνό:
- 2) Καίω (σε θυσία):
- να καπνίσεις όλο το κριάρι εις το θεσιαστήρι (Πεντ. Έξ. XXIX 18)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Αρ. XVII 5).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) Μαυρίζω από καπνό:
- κάπνισεν η ράχη σου εκ του καπνού την βίαν (Πουλολ. 178 κριτ. υπ).
- 2) Βγάζω καπνό·
- (εδώ σε μεταφ.):
- (Ερωφ. Α´ 226).
- (εδώ σε μεταφ.):
- 3) (Μεταφ.) εξάπτομαι:
- να καπνίσει ο θυμός του Κύριου (Πεντ. Δευτ. XXIX 19).
- 4) Αχνίζω:
- Καπνίζουν τα ρουθούνια του σαν τ’ άλογο όντε τρέχει (Ερωτόκρ. Β´ 773).
- 1) Μαυρίζω από καπνό:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Αναδίδω καπνό, καίγομαι:
- εκαπνίζουνταν παντοίων λογίων μυρίσματα (Διγ. Άνδρ. 37515).
- 2) Δέχομαι αναθυμιάσεις καπνού:
- Καπνισθείς (ενν. ο ιέραξ) ογκωμένους φέρει τους οφθαλμούς (Ιερακοσ. 40725).
- 1) Αναδίδω καπνό, καίγομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = λερωμένος, μαυρισμένος:
- παλαιοφούστανον … καπνισμένον (Πουλολ. 443).
[αρχ. καπνίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνίζω 1 [kapnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (για καύσιμη ύλη που καίγεται ή για το χώρο όπου καίγεται) βγάζω, αναδίδω καπνό: Kαπνίζουν τα ξύλα. Οι καμινάδες καπνίζουν. Kαπνίζουν τα ερείπια του καμένου σπιτιού. Kαπνίζει η σόμπα / το τζάκι, δε λειτουργεί καλά το σύστημα εξαγωγής του καπνού. ΦΡ φούρνος* να μην καπνίσει. || Kαπνίζει το ηφαίστειο, πριν ή μετά την έκρηξη. Έκαψε πολύ το λάδι στο τηγάνι και καπνίζει. 2. εκθέτω κτ. στην επίδραση του καπνού. α. (συνήθ. στη μππ.) κάνω κτ. ή κπ. να μαυρίσει, να μουντζουρωθεί από την καπνιά: Οι τοίχοι της εκκλησίας είναι καπνισμένοι από τα κεριά που καίνε. Tο καπνισμένο πρόσωπο του θερμαστή. Kοίταξε τον ήλιο με ένα καπνισμένο γυαλί. β. κρεμώ τροφές, κυρίως κρέας, ψάρι ή τυρί, πάνω από τον καπνό ξύλων που καίγονται, σε ειδικό συνήθ. χώρο, για να τα διατηρήσω.
[αρχ. καπνίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνίζω 2, -ομαι : βάζω στο στόμα μου την άκρη ενός αναμμένου τσιγάρου, πούρου ή πίπας και κατά διαστήματα εισπνέω τον καπνό που παράγεται από την καύση και τον εκπνέω από το στόμα ή από τη μύτη: ~ ένα τσιγάρο. ~ πίπα. Aυτά τα τσιγάρα δεν καπνίζονται, δεν είναι καλά. Kάπνιζε αρειμανίως. Kαπνίζει σαν φουγάρο / σαν αράπης, πάρα πολύ. (για ναρκωτικές ουσίες) ~ χασίς / μαριχουάνα. || καπνίζω συστηματικά, έχω τη συνήθεια να καπνίζω: Kαπνίζει από μικρός. Εγώ δεν ~. ΦΡ μου κάπνισε, για να δηλώσουμε ενέργεια ή απόφαση αυθαίρετη, ξαφνική ή απερίσκεπτη: Kάνει ό,τι του καπνίσει, δε ρωτάει κανέναν. Kάποια στιγμή του κάπνισε να φύγει, του ήρθε, του κατέβηκε.
[λόγ. καπν(ός) 2 -ίζω μτφρδ. γαλλ. fumer]