Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπνέμπορος ο [kapnémboros] Ο20α & καπνέμπορας ο [kapnémboras] Ο5 : έμπορος καπνών.
[λόγ. καπν(ο)- 2 + -έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]