Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπλαντίζω [kaplandízo] -ομαι Ρ2.1 : καλύπτω, επενδύω κτ. α. ράβω πρόχειρα ένα σεντόνι στην εσωτερική πλευρά του παπλώματος· σεντονιάζω. β. βάζω προστατευτικό κάλυμμα σε βιβλίο ή σε τετράδιο· ντύνωII1α. γ. (παρωχ.) επενδύω μια ξύλινη επιφάνεια με καπλαμά.
[τουρκ. kaplad(ι) (γ' εν. αορ. του kaplamak) -ίζω]