Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπιτονέ [kapitoné] Ε (άκλ.) : που έχει επένδυση από βαμβάκι ή από άλλο μαλακό υλικό και που χωρίζεται σε ρόμβους με κατάλληλες πτυχώσεις του υφάσματος ή με ραφές: Kαναπές / σαλόνι ~. Ρόμπα / ζακέτα ~. || (ως ουσ.) το καπιτονέ, είδος ταπετσαρίας ή φορδαρίσματος που γίνεται με τον παραπάνω τρόπο.
[λόγ. < γαλλ. capitonné]