Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπιτονέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπιτονέ [kapitoné] Ε (άκλ.) : που έχει επένδυση από βαμβάκι ή από άλλο μαλακό υλικό και που χωρίζεται σε ρόμβους με κατάλληλες πτυχώσεις του υφάσματος ή με ραφές: Kαναπές / σαλόνι ~. Ρόμπα / ζακέτα ~. || (ως ουσ.) το καπιτονέ, είδος ταπετσαρίας ή φορδαρίσματος που γίνεται με τον παραπάνω τρόπο.

[λόγ. < γαλλ. capitonné]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες