Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπιταλίστας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπιταλίστας ο [kapitalístas] Ο3 : καπιταλιστής, συνήθ. ειρωνικά ή πειραχτικά για κπ. που είναι ή που θεωρείται πλούσιος.

[ιταλ. capitalista ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες