Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπηλειό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπηλειό το [kapiló] Ο38 : (παρωχ.) λαϊκή ταβέρνα όπου σερβίρουν μεζέδες και ποτά: Tα καπηλειά του λιμανιού.

[αρχ. καπηλεῖον `ταβέρνα΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καπηλείο(ν) το· καπελειό· καπηλειό.
  • Οινοπωλείο, ταβέρνα:
    • (Βακτρ. αρχιερ. 162).

[αρχ. ουσ. καπηλείον. Ο τ. ειό και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες