Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπηλεία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπηλεία η [kapilía] Ο25 : η ενέργεια του καπηλεύομαι, η χρησιμοποίηση ιδεολογιών, ιδανικών ή προσώπων ως συνθημάτων για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών: H ~ της θρησκείας / της πατρίδας / των εθνικών αγωνιστών.

[λόγ. < αρχ. καπηλεία `μικρεμπόριο, λειτουργία ταβέρνας΄ κατά τη σημ. του καπηλεύομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
καπηλειατικόν το.
  • Φόρος που επιβάλλεται στον ιδιοκτήτη καπηλειού:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54026).

[ουδ. του επιθ. καπηλειατικός ως ουσ. H λ. στο Meursius (λια‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες