Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπετάνιος ο [kapetános] Ο18, Ο18α πληθ. και καπεταναίοι θηλ. καπετάνισσα [kapetánisa] Ο27 : 1. αρχηγός ένοπλου σώματος· (πρβ. οπλαρχηγός): Οι καπεταναίοι του ΄21. Ήταν ~ στο μακεδονικό αγώνα. Οι καπετάνιοι του ΕΛAΣ. 2α. κυβερνήτης πλοίου· πλοίαρχος: Είναι πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~ στο εμπορικό ναυτικό. ΠAΡ Ο καλός ο ~ στη φουρτούνα φαίνεται, η ικανότητα, η αξία κάποιου αποδεικνύεται στις δύσκολες περιστάσεις. β. (θηλ.) β1. γυναίκα καπετάνιου, συνήθ. του ναυτικού. β2. γυναίκα καπετάνιος: H καπετάνισσα Mπουμπουλίνα. 3. (οικ.) ως προσφώνηση σε αρχηγό ή σε επικεφαλής ομάδας που ασχολείται με κάποιο έργο.
[μσν. καπετάνιος < βεν. capetanio -ς < υστλατ. capitaneus `ο επικεφαλής΄ < λατ. caput `κεφάλι΄· καπετάν(ιος) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- καπετάνιος ο· καπεταναίος· καπετάνης· καπετάνος· καπιτάνεος· καπιτάνης· καπιτάνιος· καπιτάνος· πληθ. καπεταναίοι· καπιταναίοι.
-
- 1)
- α) Αρχηγός, ο επικεφαλής:
- (Μαχ. 1641)·
- η Κουταγιώταινα … ας έναι η καπετάνιος μας εδά (Σαχλ., Αφήγ. 759)·
- β) αρχηγός, διοικητής περιοχής:
- ήτον καπετάνος της Αμμοχούστου (Βουστρ. 15010‑1)·
- γ) αρχηγός στρατού ξηράς, στρατηγός, αρχιστράτηγος:
- καπετάνος και οδηγός απάνω εις τα φουσσάτα (Χρον. Μορ. H 267)·
- δ) αρχηγός στόλου, ναύαρχος:
- καπετάνον πάσης θαλάσσης (Έκθ. χρον. 785).
- α) Αρχηγός, ο επικεφαλής:
- 2) Αξιωματούχος, βαθμοφόρος:
- καπεταναίοι, δούκηδες κι αφέντες σενατόροι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51818).
[<βεν. capetanio. Οι τ. καπετάνος (Meursius, λ. ‑ις), καπιτάνιος και καπιτάνος <βεν. capetano, capitanio και capitan αντίστοιχα (Kahane-Tietze 1958: 143-4). Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)