Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπετάν ο [kapetán] Ο (άκλ.) : προτακτικό του ονόματος ναυτικού ή αρχηγού ένοπλης ομάδας ατάκτων, συντετμημένος τύπος της λέξης καπετάνιος: Ο ~ Nικόλας / Άγρας. (σε προσφών.) ~ Kωσταντή!, καπετάνιε! (έκφρ.) ~ φασαρίας*. ~ ένας, χαρακτηρισμός πολύ αυταρχικού ανθρώπου. || προτακτικό ουσιαστικών που δήλωναν αξίωμα, τίτλο κτλ. στην οθωμανική αυτοκρατορία: ~ μπέης, υποναύαρχος. ~ πασάς, ναύαρχος.
[< καπετάνος < μσν. καπιτάνος, καπετάνος < ιταλ. capitano -ς με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως α' συνθ. (σύγκρ. Aϊ-)]
- καπετάν πασάς ο.
-
- Αρχηγός του τουρκικού στόλου:
- (Λεηλ. Παροικ. 306).
[<τουρκ. kapudan paşa· πβ. βεν. capitan pascia (Kahane-Tietze 1958: 144). Η λ. στο Somav. (καπεταμπασάς)]
- Αρχηγός του τουρκικού στόλου:
- καπεταναίος, καπετάνης ο,
- βλ. καπετάνιος.
- καπετανάτο το [kapetanáto] Ο39 : 1. στην Tουρκοκρατία: α. περιοχή που βρισκόταν στη δικαιοδοσία ενός καπετάνιου. β. η εξουσία, η αρχή του καπετάνιου. || (επέκτ., πληθ.) το σύνολο των καπετάνιων. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ανθρώπων, που λειτουργεί σαν κλίκα για την επιβολή των απόψεών της και των προσωπικών συμφερόντων της.
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -άτο]
- καπετάνια η.
-
- Το πλοίο όπου είναι η έδρα του αρχηγού του στόλου, ναυαρχίδα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46125).
[<βεν. capitania. Η λ. στο Βλάχ.]
- Το πλοίο όπου είναι η έδρα του αρχηγού του στόλου, ναυαρχίδα:
- καπετανίκιον το· καπετανίκιν.
-
- 1) Διοικητική περιφέρεια του Βυζαντινού Κράτους:
- το καπετανίκιον της Ουγγρίας (Παράφρ. Χων. 122 (ορθότ. κατεπ‑;)).
- 2) Η εδαφική περιοχή στην οποία απλώνεται η εξουσία ενός αρχηγού πολέμου:
- (Μαχ. 67226).
- 3) Το πλοίο όπου είναι η έδρα του καπετάνιου, ναυαρχίδα:
- Το πρώτον καπετανίκιν, το κάτεργον του ρηγός (Μαχ. 16836).
[<ουσ. κατεπανίκιον (11. αι., Soph.· βλ. και Meursius, λ. κατεπάνοι· πβ. Georgacas 1982: 333, 337) <ουσ. κατεπάνω + κατάλ. ‑ίκιον. Τ. καπιτανίκιν και ‑ιον στο Du Cange (λ. καπιτάνος). Η λ. στο Meursius]
- 1) Διοικητική περιφέρεια του Βυζαντινού Κράτους:
- καπετάνιος ο [kapetános] Ο18, Ο18α πληθ. και καπεταναίοι θηλ. καπετάνισσα [kapetánisa] Ο27 : 1. αρχηγός ένοπλου σώματος· (πρβ. οπλαρχηγός): Οι καπεταναίοι του ΄21. Ήταν ~ στο μακεδονικό αγώνα. Οι καπετάνιοι του ΕΛAΣ. 2α. κυβερνήτης πλοίου· πλοίαρχος: Είναι πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~ στο εμπορικό ναυτικό. ΠAΡ Ο καλός ο ~ στη φουρτούνα φαίνεται, η ικανότητα, η αξία κάποιου αποδεικνύεται στις δύσκολες περιστάσεις. β. (θηλ.) β1. γυναίκα καπετάνιου, συνήθ. του ναυτικού. β2. γυναίκα καπετάνιος: H καπετάνισσα Mπουμπουλίνα. 3. (οικ.) ως προσφώνηση σε αρχηγό ή σε επικεφαλής ομάδας που ασχολείται με κάποιο έργο.
[μσν. καπετάνιος < βεν. capetanio -ς < υστλατ. capitaneus `ο επικεφαλής΄ < λατ. caput `κεφάλι΄· καπετάν(ιος) -ισσα]
- καπετάνιος ο· καπεταναίος· καπετάνης· καπετάνος· καπιτάνεος· καπιτάνης· καπιτάνιος· καπιτάνος· πληθ. καπεταναίοι· καπιταναίοι.
-
- 1)
- α) Αρχηγός, ο επικεφαλής:
- (Μαχ. 1641)·
- η Κουταγιώταινα … ας έναι η καπετάνιος μας εδά (Σαχλ., Αφήγ. 759)·
- β) αρχηγός, διοικητής περιοχής:
- ήτον καπετάνος της Αμμοχούστου (Βουστρ. 15010‑1)·
- γ) αρχηγός στρατού ξηράς, στρατηγός, αρχιστράτηγος:
- καπετάνος και οδηγός απάνω εις τα φουσσάτα (Χρον. Μορ. H 267)·
- δ) αρχηγός στόλου, ναύαρχος:
- καπετάνον πάσης θαλάσσης (Έκθ. χρον. 785).
- α) Αρχηγός, ο επικεφαλής:
- 2) Αξιωματούχος, βαθμοφόρος:
- καπεταναίοι, δούκηδες κι αφέντες σενατόροι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 51818).
[<βεν. capetanio. Οι τ. καπετάνος (Meursius, λ. ‑ις), καπιτάνιος και καπιτάνος <βεν. capetano, capitanio και capitan αντίστοιχα (Kahane-Tietze 1958: 143-4). Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)
- καπετανλίκι το [kapetanlíki] Ο44α : (λαϊκότρ.) καπετανάτο.
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -λίκι (πρβ. μσν. καπετανίκι < καπετάν(ος) -ίκι)]