Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπελαδούρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελαδούρα η [kapelaδúra] Ο25α : (συνήθ. ειρ.) καπέλο με πολύ μεγάλο γύρο.

[βεν. *capeladura (πρβ. ιταλ. capellatura `φύλλωμα δέντρου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες