Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπελάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάπελας ο [kápelas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (παρωχ.) ταβερνιάρης.

[αρχ. κάπηλ(ος) `ταβερνιάρης΄ μεταπλ. -ας με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπελάς ο [kapelás] Ο1 θηλ. καπελού [kapelú] Ο37 : αυτός που κατασκευάζει και πουλάει καπέλα. || (θηλ.) αυτή που κατασκευάζει και πουλάει γυναικεία καπέλα.

[καπέλ(ο) -άς· καπελ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες