Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπαρώνω [kaparóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. δίνω εγγυητική προκαταβολή για να εξασφαλίσω το αντικείμενο μιας αγοράς, μιας μίσθωσης και γενι κά μιας εμπορικής συναλλαγής: Tο καπάρωσα το διαμέρισμα / το σπίτι. Tο οικόπε δο το έχω καπαρωμένο. 2α. (παρωχ.) δεσμεύω κπ. με υπόσχεση ότι θα τηρήσει μια συμφωνία: Έχω καπαρώσει τη μοδίστρα για δυο μέρες. Είναι καπαρωμένη, είναι αρραβωνιασμένη ανεπίσημα ή έχει δεσμό. β. εξασφαλίζω κτ., χρησιμοποιώντας συνήθ. κάποιο μέσο, κάποια γνωριμία, ώστε να παρακάμψω τις συνήθεις ή τις νόμιμες διαδικασίες: Aυτός καπάρωσε / έχει καπαρωμένη μια θέση στο δημόσιο.
[καπάρ(ο) -ώνω]