Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καπίστρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καπίστρι το [kapístri] Ο44 : χαλινάρι, χωρίς το μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του υποζυγίου: Tραβάω το άλογο από το ~. Xαλάρωσε το ~ του μουλαριού. || (μτφ., παρωχ.) χαλινάρι.

[μσν. καπίστρι(ν) < ελνστ. καπίστριον < λατ. capistr(um) -ιον `σκοινί για οδήγημα ζώων΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καπίστριον το· καπίστρι.
  • Χαλινός:
    • (Δωρ. Μον. XXXVI).

[<μτγν. ουσ. κάπιστρον + κατάλ. ιον. Ο τ. και σήμ. Η λ. στον Ησύχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες