Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καπέλα η.
-
- Mεγάλο καπέλο·
- (εδώ ειρων. προκ. για πλατύγυρα καπέλα ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων):
- τους καρδιναλαίους … τους κάμνει και σκοτίζονται και χάνουν τες καπέλες (Iστ. Bλαχ. 2846).
- (εδώ ειρων. προκ. για πλατύγυρα καπέλα ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων):
[<ουσ. καπέλο + κατάλ. ‑α (Mηνάς 1978: 88), αν δεν πρόκ. για λ. καππέλλα <ιταλ. cappella = μικρή εκκλησία, παρεκκλήσι (Somav., λ. καπέλα)]
- Mεγάλο καπέλο·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπελάδικο το [kapeláδiko] Ο41 : εργαστήριο κατασκευής καπέλων, που λειτουργεί και ως κατάστημα πώλησης.
[καπέλ(ο) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπελαδούρα η [kapelaδúra] Ο25α : (συνήθ. ειρ.) καπέλο με πολύ μεγάλο γύρο.
[βεν. *capeladura (πρβ. ιταλ. capellatura `φύλλωμα δέντρου΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάπελας ο [kápelas] Ο5 (χωρίς πληθ.) : (παρωχ.) ταβερνιάρης.
[αρχ. κάπηλ(ος) `ταβερνιάρης΄ μεταπλ. -ας με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]