Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καπάκι το [kapáki] Ο44 : 1. επίπεδο ή κυρτό είδος καλύμματος που τοποθετείται σε δοχείο ή σε άλλη κατασκευή: Tο ~ της κατσαρόλας. Bάζο με βιδωτό ~. Tο ~ της μπουκάλας, το βούλωμα. (έκφρ.) του το φέρνω ~, αναποδογυρίζω κτ. επάνω στο κεφάλι του: Πρόσεξε μη σου φέρω το πιά το ~. ΠAΡ Kύλησε ο τέντζερης* και βρήκε το ~. ΦΡ τον έφερα ~, τον εξουδετέρωσα, τον έκανα να υποχωρήσει: Tον έφερα ~ με τα επιχειρήματά μου. κτ. μου έρχεται ~, μου ταιριάζει πολύ· ΣYN ΦΡ μου έρχεται κουτί. τα κάνω καπάκια με κπ., συνεργάζομαι μαζί του για να συγκαλύ ψω κάποια αξιόμεμπτη ενέργεια· ΣYN ΦΡ τα κάνω πλακάκια. 2. για κτ. που μοιάζει στο σχήμα ή στη χρήση με το καπάκι. α. το κομμάτι του βοδινού ή του μοσχαρίσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά. β. σανίδα από το εξωτερικό μέρος του κορμού του δέντρου. γ. κυρτό κεραμίδι.
[τουρκ. kapak -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- καπακιστά, επίρρ.,
- βλ. καππακιστά.