Παράλληλη αναζήτηση
202 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καν [kán] : I. μόριο αρνητικό, επιτατικό. 1. σε αποφατικές προτάσεις, συχνά ούτε ~, χωρίς ~, χωρίς ούτε ~: α. επιτείνει την αποφατική σημασία της πρότασης· καθόλου, διόλου: Yπάρχουν ευκαιρίες που δεν τις υποπτεύεσαι ~ / που ούτε ~ τις υποπτεύεσαι. Ενήργησε χωρίς ~ να το σκεφτεί. Ούτε ~ σκέφτηκα να τον ρωτήσω πού μένει. Δεν ξέρει ~ τι θέλει. Ίσως να μη θυμάται ~ όσα του ζήτησες, ίσως τυχόν. β. δηλώνει ότι δεν ισχύει η πρότα ση ή ο όρος της πρότασης που το υποκείμενο της πρότασης θεωρεί αυτο νόητα, στοιχειώδη ή ελάχιστα δυνατά: Δε ρώτησε ~ ποιος τους ζήτησε. Ούτε ~ στον πατέρα του δε δείχνει σεβασμό. Ούτε ~ η αναπνοή του δεν ακουγόταν. Δεν ακουγόταν ~ η αναπνοή του. Ούτε ~ ήρθε να ρωτήσει αν τον χρειαζόμαστε, ας ερχόταν τουλάχιστον να ρωτήσει
Δεν είναι ~ γνωστός σου, για να τον εμπιστευτείς. Όχι μόνο δε μένει μαζί τους αλλά ούτε ~ τους επισκέπτεται. Έφυγε χωρίς ~ ένα ευχαριστώ / αντίο. 2. σε δευτερεύουσες χρονικές καταφατικές - που ισοδυναμούν με αποφατικές- προτάσεις: πριν ~, προτού ~: Ο νεοκλασικός ρυθμός άνθισε στα μικρασιατικά παράλια, πριν ~ παρουσιαστεί στον κυρίως ελλαδικό χώρο, ενώ ακόμη δεν είχε εμφανιστεί. Έφυγε προτού ~ να προλάβουμε να συνέλθουμε / πριν ~ να τον αντιληφθούμε. II. (προφ., λαϊκότρ.) με ονοματική χρήση· ~ και ~: α. (ως ουσ.): Είδαν τα μάτια τους ~ και ~, πολλά και διάφορα. β. (ως επίθ.): Γνώρισε στη ζωή του γυναίκες ~ και ~. Tη ζήτησαν σε γάμο ~ και ~, πολλοί και αξιόλογοι άντρες.
[μσν. καν (στη σημ. Ι) < αρχ. κἄν (καί ἄν) `ακόμα και΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καν, σύνδ.· κάνε· κάνες.
-
- 1) (Με αριθμητ. για να δηλωθεί χρόνος, ποσότητα, κτλ.) περίπου:
- βάλλει εις τας χείρας του … καν εκατόν δουκάτα (Απολλών. 111)·
- τότε πέθανεν και αυτός μετά καν έξι χρόνους (Αχιλλ. L 1339).
- 2) (Mε άρν.) ούτε:
- αυτός δε ουκ ηθέλησε καν ιδείν αυτόν (Έκθ. χρον. 5718).
- 3) Έστω και αν, μολονότι:
- καν τάχα μοναχός εστίν εμάς ουδέν φοβάται (Διγ. Esc. 1510).
- Εκφρ.
- 1) Καν … (καν) = είτε … είτε …:
- (Σπαν. A 304).
- 2) Καν (και) = ακόμη και (αν), έστω και αν:
- (Σπαν. V 153).
- 3) Καν (μόνον) = τουλάχιστο:
- (Προδρ. I 93), (Θησ. Δ´ [443]).
- 4) Καν όσος = όσος και αν:
- (Καλλίμ. 1958).
- 5) Καν ου = ούτε καν:
- (Λιβ. P 2099).
- 6) Ειδέ καν = ακόμη και αν:
- (Σπαν. A 511).
- 7) Αδέ/ειδέ/ουδέ καν ου = ειδεμή, ειδάλλως:
- (Μαχ. 54819, 11220), (Aσσίζ. 15211).
- 8) Ή … ή … ή καν = ή … ή … ή τέλος πάντων:
- (Διγ. Άνδρ. 39224).
- 9) Καν όλως
- α) (με άρν.) = διόλου:
- (Βέλθ. 158)·
- β) (χωρίς άρν.) = γενικά:
- (Προδρ. I 67).
- 10) Καν ποσώς
- α) (με άρν.) = καθόλου:
- (Βέλθ. 459)·
- β) (χωρίς άρν.) = τουλάχιστο λίγο:
- (Χρον. Μορ. H 2665).
- 11) Καν ψίχα
- α) (χωρίς άρν.) = έστω λίγο, ελάχιστα:
- (Γλυκά, Στ. 202)·
- β) (με άρν.) = καθόλου:
- (Γλυκά, Στ. 122).
- 12) Ουδέ καν = ούτε καν:
- (Διγ. Z 686).
[αρχ. σύνδ. καν. H λ. και σήμ.]
- 1) (Με αριθμητ. για να δηλωθεί χρόνος, ποσότητα, κτλ.) περίπου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καν καν το [kánkán] Ο (άκλ.) : ζωηρός και εκκεντρικός χορός που χορεύτηκε πολύ το δεύτερο μισό του 19ου αι.
[λόγ. < γαλλ. cancan]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάναβα η.
-
- Αποθήκη κρασιού, κάβα:
- (Mπερτολδίνος 98).
[<ιταλ. canova ή βεν. caneva. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κονόμος, Χυτήρης)]
- Αποθήκη κρασιού, κάβα:
[Λεξικό Κριαρά]
- καναβατσένος, επίθ.
-
- Που είναι από καναβάτσο:
- εισμιόν επολιθώθηκεν … και κατεστάθη η όψη της ωσάν καναβατσένη (Χούμνου, Κοσμογ. 1142).
[<ουσ. καναβάτσο + κατάλ. ‑ένος]
- Που είναι από καναβάτσο:
[Λεξικό Κριαρά]
- καναβατσέτα η· κανεβατσέτα.
-
- Μεταξωτό ύφασμα:
- να βρω κανεβατσέτα να κάμω μια … τση κοπελιάς καρπέτα (Φορτουν. Ε´ 7).
[πιθ. <ιταλ. canavaccietto· ο τ. <βεν. canevazzeta]
- Μεταξωτό ύφασμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- καναβάτσον το.
-
- Ύφασμα κατασκευασμένο κυρίως από ίνες κανναβιού, χοντρό και τραχύ·
- (εδώ ως καραβόπανο):
- θέλει τούτο το άρμενον … πήχες διακόσες είκοσι καναβάτσον (Καραβ. 49514).
- (εδώ ως καραβόπανο):
[<ιταλ. canavaccio. Τ. ‑ο στο Βλάχ. (‑τζο) και σήμ.]
- Ύφασμα κατασκευασμένο κυρίως από ίνες κανναβιού, χοντρό και τραχύ·
[Λεξικό Κριαρά]
- Καναβόριος ο,
- βλ. Κανναβούριος.
[Λεξικό Κριαρά]
- καναβούριν το,
- βλ. κανναβούριν.
[Λεξικό Κριαρά]
- Καναβούριος ο,
- βλ. Κανναβούριος.