Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανόνισμα το [kanónizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του κανονίζω· ρύθμιση, τακτοποίηση.
[λόγ. κανονισ- (κανονίζω) -μα (διαφ. το ελνστ. κανόνισμα `χάρακας΄)]