Παράλληλη αναζήτηση
24 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανόνι (I) το.
-
- Πυροβόλο όπλο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52326).
[<ιταλ. cannone. Η λ. και σήμ.]
- Πυροβόλο όπλο:
- κανόνι (II) το.
-
- 1) Ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται από τους τεχνίτες για την εύθυνση των επιφανειών, υπόδειγμα:
- (Βακτ. αρχιερ. 215).
- 2) Καθένα από τα δυο μακρά και τα δυο στενά ξύλα του κρεβατιού που κρατούν τις σανίδες του (Αλεξίου Στ., Διγ. Esc., σ. 219· πβ. Κουκ., ΒΒΠ Β́2 68):
- ήσαν … τα κανόνια κρύα και τα ποδάρια ολόχρυσα (Διγ. Esc. 1680).
[μτγν. ουσ. κανόνιον. Τ. σήμ. ποντ. (Andr.). Η λ. και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]
- 1) Ειδικό όργανο που χρησιμοποιείται από τους τεχνίτες για την εύθυνση των επιφανειών, υπόδειγμα:
- κανόνι 1 το [kanóni] Ο44 : 1. πυροβόλο όπλο, τοποθετημένο συνήθ. επάνω σε τροχούς, που εκτοξεύει βλήματα με μεγάλη ταχύτητα σε μεγάλες αποστάσεις· πυροβόλο: H κάννη / το στόμιο / η μπούκα του κανονιού. (έκφρ.) τροφή για τα κανόνια, όταν αναφερόμαστε στις ανθρώπινες ζωές που θυσιάζονται στους πολέμους. ΦΡ έχω κπ. στην μπούκα* του κανονιού. σκάει ~, για κπ. που χρεοκόπησε, που δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη του ή για κπ. που αποτυγχάνει, συνήθ. που απορρίπτεται στις εξετάσεις. βαράω ~, πτωχεύω, φαλιρίζω. 2. (μτφ., προφ.) για κπ. ή για κτ. που είναι εξαιρετικό(ς), εντυπωσιακό(ς): Aυτός είναι πρώτος μαθητής, ~. Aγόρασε ένα αυτοκίνητο ~.
κανονάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κανόνι. 2. ομοίωμα κανονιού για παιδικό παχνίδι. [αντδ. < ιταλ. cannon(e) -ι `μεγάλος σωλήνας, κανόνι΄ < λατ. canna < ελνστ. κάννη]
- κανόνι 2 το : (μουσ.) κανονάκι.
[ελνστ. κανόνιον, υποκορ. του κανών `μονόχορδο΄ (πρβ. και ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κανών, αρχ. σημ.: δες κανόνας 1), με αλλ. της σημ. κατά το αραβ. qānūn (ή μέσω του τουρκ. kanun) < ελνστ. κανών `μονόχορδο΄]
- κανονιά η [kanoná] Ο24 : 1. βολή κανονιού: Έπεσε η πρώτη ~. 2. ο κρότος της βολής του κανονιού: Aκούστηκαν κανονιές. Aκούστηκε ένας θόρυβος σαν ~, πολύ δυνατός.
[κανόν(ι) 1 -ιά]
- κανονιά η.
-
- Βολή με κανόνι:
- κανονιές να σύρου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50610).
[<ουσ. κανόνι (I) + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ.]
- Βολή με κανόνι:
- κανονίδι το [kanoníδi] Ο44α : (οικ.) συνεχείς βολές κανονιού· κανονιοβολισμός: Tο ~ κράτησε όλη τη μέρα.
[κανόν(ι) 1 -ίδι]
- κανονιέρης ο [kanonéris] Ο11 : 1. (παρωχ.) πυροβολητής. 2. (μτφ., προφ.) α. (ειρ.) αυτός που χρεοκοπεί ή που αποτυγχάνει σε εξετάσεις. β. χαρακτηρισμός ποδοσφαιριστή που βάζει πολλά γκολ.
[ιταλ. cannonier(e) -ης]
- κανονίζω [kanonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. ενεργώ έτσι ώστε να γίνει κτ. σωστά ή να εξελιχθεί ομαλά, σύμφωνα με τις επιδιώξεις μου· ρυθμίζω2, τακτοποιώ: Πρέπει να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Tο θέμα του διορισμού του δεν κανονίστηκε ακόμη. Οι διαφορές μας κανονίστηκαν, διευθετήθηκαν. Όλα είναι κανονισμένα. || Tα φανάρια κανονίζουν την κυκλοφορία, ρυθμίζουν. β. προγραμματίζω, σχεδιάζω να κάνω κτ., σε συνεννόηση με κπ. άλλον: Tι κανονίσατε για το καλοκαίρι; Kανονίσαμε να πάμε διακοπές. Kανόνισα να έρθει η μοδίστρα στο σπίτι. γ. προσδιορίζω την εξέλιξη μιας κατάστασης, αποφασίζω για κτ.: Δεν μπορείς να κανονίζεις εσύ τη δική μου ζωή. Ποιος κανονίζει εδώ μέσα;, ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει. (έκφρ.) κανόνισε τη θέση σου / την πορεία σου, συμβουλευτικά ή απειλητικά. 2. ρυθμίζω1. α. δίνω σε κτ. τον επιθυμητό ρυθμό ή την επιθυμητή διάρκεια: ~ το βήμα μου σύμφωνα με το δικό σου. Πρέπει να κανονίσεις τις ώρες του ύπνου και του φαγητού και να βάλεις μια τάξη στη ζωή σου. β. τοποθετώ ένα μηχανισμό σε μια ορισμένη βαθμίδα, για να αποδώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα: ~ το φούρνο στους 200Γ. Θα ~ το ρολόι να χτυπήσει στις οκτώ. ~ την ένταση του ραδιοφώνου. 3α. (οικ.) τιμωρώ κπ. για να τον συνετίσω, κυρίως όταν απευθύνομαι ή αναφέρομαι σε κπ. με απειλητική διάθεση· συγυρίζωII: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ, όπως σου αξίζει. β. (χυδ.) επιβάλλω σε μια γυναίκα τη σεξουαλική πράξη.
[αρχ. κανονίζω (2: λόγ. σημδ. γαλλ. régler· 3α: μσν. σημ. κατά το κανόνας 4)]
- κανονίζω.
-
- Α´ Ενεργ.
- 1) Υπάγω κάπ. σε κανόνα, εκπαιδεύω:
- Πώς χρη κανονίζειν τους ιέρακας (Ιερακοσ. 35431).
- 2) Εφαρμόζω γραμματικό κανόνα:
- (Σοφιαν., Γραμμ. 84).
- 3) Ρυθμίζω (εκκλησιαστικώς):
- (Μάρκ., Βουλκ. 34016‑7).
- 4) Επιβάλλω σε κάπ. «κανόνα μετανοίας»:
- θέλει … κανονισθεί ν’ απέχει από την άχραντον μετάληψιν (Χριστ. διδασκ. 495).
- 5) Ανακηρύσσω κάπ. άγιο:
- έσμιξέν τους η εκκλησία με τους μάρτυρες και εκανονίσαν τους (Μαχ. 63814).
- 1) Υπάγω κάπ. σε κανόνα, εκπαιδεύω:
- Β´ (Μέσ.) (γραμμ., προκ. για μέρη του λόγου) ρυθμίζομαι:
- (Σοφιαν., Γραμμ. 48).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Καθαγιασμένος, ιερός:
- (Ασσίζ. 15516).
- 2) (Προκ. για άνθρωπο) ρωμαιοκαθολικός μοναχός:
- (Ασσίζ. 1211).
- 1) Καθαγιασμένος, ιερός:
[μτγν. κανονίζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Ενεργ.