Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καντόνι το· καντούνι.
-
- 1) Γωνία κτηρίου, κάστρου· κόχη:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4539, 47515).
- 2) Γωνιά του δρόμου, στενός δρόμος:
- (αυτ. 20311).
[<βεν. canton - ιταλ. cantone. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Γωνία κτηρίου, κάστρου· κόχη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]