Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καντηλίτσα η [kandilítsa] Ο25α : (ναυτ.) 1. κατασκευή επάνω στην οποία στέκεται ο εργάτης που χρωματίζει ή επισκευάζει το πλοίο. 2. είδος ναυτικού κόμπου.
[ιταλ. candelizza με συσχετισμό προς το καντήλα 1 (< ισπαν. candeliza υποκορ. του candela < λατ. candela (δες καντήλα 1))]