Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανταδόρος ο [kandaδóros & kantaδóros] Ο18 : αυτός που τραγουδάει καντάδες και γενικότερα, αυτός που τραγουδάει παθητικά, ερωτικά τραγούδια.
[βεν. cantador -ος]