Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανταΐφι το [kadaífi] & καταΐφι το [kataífi] Ο44 : 1. ζύμη σε μορφή λεπτών νημάτων, που ψήνεται σε ειδικό φούρνο και που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του ομώνυμου γλυκού. 2. γλυκό του ταψιού με γέμιση από καρύδια, αμύγδαλα, κανέλα, γαρίφαλα και άλλα αρωματικά, που τυλίγεται σε κανταΐφι και που μετά το ψήσιμο περιχύνεται με σιρόπι.
[τουρκ. kadayιf, katayιf -ι]