Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καντίνα η [kandína] Ο25 : ειδικός χώρος μέσα σε ίδρυμα, εργοστάσιο κτλ., όπου πουλιούνται ή και σερβίρονται πρόχειρα φαγητά, έτοιμες τροφές, αναψυκτικά κτλ.· (πρβ. κυλικείο): H ~ του σχολείου / του στρατοπέδου. Kινητή ~, καντίνα σε κατάλληλα εξοπλισμένο αυτοκίνητο.
[ιταλ. cantina `κάβα κρασιών, στρατιωτικό κυλικείο΄ (πρβ. μσν. καντίνα `κάβα κρασιών΄ < ιταλ. cantina)]