Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καντάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καντάρι το [kandári] Ο44 : ΣYN στατήρας. 1. είδος ζυγού. (έκφρ.) τον έφαγε στο ~, δε ζύγισε σωστά το εμπόρευμα για να τον εκμεταλλευτεί και ως έκφραση, τον εξαπάτησε σε κάποια συμφωνία ή συναλλαγή· τον γέλασε, τον έκλεψε στο ζύγι. 2. μέτρο βάρους που ήταν ίσο με σαράντα τέσσερις (44) οκάδες.

[μσν. καντάρι αντδ. < αραβ. qintār `βάρος εκατό μονάδων΄ (με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a] ) < μσν. κεντηνάριον `εκατό ουγγιές΄ < λατ. centenar(ium) -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
καντάρι το.
  • Μονάδα βάρους:
    • τα εκατό καντάρια το ασήμι (Πεντ. Έξ. XXXVIII 27).

[<τουρκ. kantar, αραβ. προέλ.· πβ. μεσν. λατ. cantarium. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες