Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κανονισμός ο [kanonizmós] Ο17 : 1. σύνολο οδηγιών υποχρεωτικού χαρακτήρα, οι οποίες ρυθμίζουν πρακτικά θέματα που αφορούν τη λειτουργία ενός οργανωμένου συνόλου ή μια δραστηριότητα που έχει σχέση με ένα σύνολο: Στρατιωτικός ~, που ρυθμίζει τη ζωή αξιωματικών και στρατιωτών. Ο ~ του οικοτροφείου είναι αυστηρός. Ο ~ της πολυκατοικίας απαγορεύει τη διατήρηση μεγαλόσωμων σκύλων. Σύμφωνα με τον κανονισμό της βουλής όλοι οι βουλευτές έχουν δικαίωμα λόγου. Οικοδομικός ~, που ρυθμίζει τον τρόπο δόμησης. Tήρηση / εφαρμογή / παράβαση του κανονισμού. Tηρείται / εφαρμόζεται / παραβιάζεται ο ~. 2. έντυπο που περιέχει κπ. κανονισμό: Tυπώθηκε ο ~ της βουλής.
[λόγ. κανονισ- (κανονίζω) -μός απόδ. γαλλ. règlement (διαφ. το ελνστ. κανονισμός `γείσο κτιρίου΄)]