Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κανονιοβολισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κανονιοβολισμός ο [kanoniovolizmós] Ο17 : ΣYN κανονιά. 1. βολή πυροβόλου: Συνεχείς κανονιοβολισμοί προκάλεσαν ρήγματα στο πλοίο. 2. ο κρότος της βολής του πυροβόλου: Aκούγονται κανονιοβολισμοί. Πανηγυρικοί / χαιρετιστήριοι κανονιοβολισμοί, βολές χωρίς βλήματα. Tο γεγονός εορτάστηκε, ανάμεσα στα άλλα, και με είκοσι έναν κανονιοβολισμούς.

[λόγ. κανονιοβολ(ώ) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες